Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φώγανον — τὸ, Α σκεύος για ψήσιμο κριθαριού, φρύγετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώγω + επίθημα ανον (πρβλ. τρύπ ανον, φρύγ ανον)] … Dictionary of Greek
φωγάνῳ — φώγανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)